- δενδρόλιμος
- ογένος Λεπιδόπτερων Εντόμων τής οικογένειας Lasiocompidae, κοινώς βόμβυκας τού πεύκου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λασιοκαμπίδες — (lasiocampidae). Οικογένεια λεπιδοπτέρων εντόμων που περιλαμβάνει 163 είδη. Πρόκειται για μεγαλόσωμες, καφέ πεταλούδες που πετούν κυρίως το βράδυ και προσελκύονται από το φως. Τα ενήλικα άτομα συνήθως δεν τρέφονται, καθώς τα στοματικά τους… … Dictionary of Greek
δένδρο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ., 94 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 58 χλμ. ΒΔ της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξυλοκάστρου. * * * και δέντρο, το (AM δένδρον Α και δένδρος, δένδρεον, δένδρειον)… … Dictionary of Greek